Από το ενθάδε στο επέκεινα: βυζαντινές μνείες θανάτων στα μάρμαρα του ναού του Ηφαίστου

Για τους Βυζαντινούς – και γενικότερα τους χριστιανούς – ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής, αλλά η αρχή μιας άλλης, αιώνιας. Σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, ο νεκρός «αναπαύεται» προσωρινά περιμένοντας την τελική κρίση, κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Αν και δεν υπάρχει μετά θάνατον μετάνοια, η συχνή μνημόνευση των κεκοιμημένων θεωρείται ότι ωφελεί τις ψυχές, αυξάνοντας τις πιθανότητές τους για μιαν ευνοϊκή έσχατη κρίση (Στις Θείες Λειτουργίες του Αγ. Βασιλείου και του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου ο ιερέας αναφέρει «μνήσθητι πάντων τῶν κεκοιμημένων ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, καί ἀνάπαυσον αὐτούς…»  «Απόπλυνον, Κύριε, τα αμαρτήματα των ένθάδε μνημονευθέντων δούλων σου…» )

Ακολουθώντας αυτή την πρακτική, οι μαρμάρινες επιφάνειες αρχαίων κτηρίων (Προπύλαια, Παρθενώνας, Βιβλιοθήκη Αδριανού κ.ά.) αρχίζουν στους μέσους βυζαντινούς χρόνους να μετατρέπονται – μεταξύ άλλων – σε μνημεία των εκλιπόντων χριστιανών. Έτσι το Ηφαιστείο στην Αρχαία Αγορά, όταν ήδη αποτελούσε εκκλησία, λειτούργησε ως τελευταία κατοικία ορισμένων και ως τόπος υπόμνησης πολλών περισσότερων.

Στην κεντρική είσοδο του ναού, που ήταν πια στα δυτικά, στον δεύτερο κίονα της νότιας πρόστασης, σώζονται τέσσερις μνείες θανάτων, οι οποίοι αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής. Είναι χαραγμένες με ακίδα ή άλλο αιχμηρό εργαλείο πάνω στο καστανέρυθρο επίχρισμα των ραβδώσεων του κίονα. Χρησιμοποιώντας τυπικές φόρμες και συντομεύσεις, ύφος απλό και ανεπιτήδευτο, που θυμίζει σημειώσεις στο περιθώριο ενός βιβλίου, τα αναμνηστικά αυτά χαράγματα οδήγησαν παλαιότερα στην υπόθεση ότι έγιναν από το ίδιο χέρι. Ωστόσο, η χρονική απόσταση των 50 και πλέον χρόνων που χωρίζει τα δύο ζεύγη ακιδογραφημάτων, η διαφορετική τους τοποθέτηση πάνω στον κίονα, αλλά και η εμφάνισή τους, που άλλοτε προδίδει επιμέλεια και τάξη και άλλοτε όχι, συνηγορεί στην ύπαρξη δύο τουλάχιστον γραφέων και μάλιστα ερασιτεχνών. Οι χαράκτες αυτοί διέθεταν τη στοιχειώδη εκπαίδευση και μπορούσαν, με μικρό αντίτιμο, να αναλάβουν τη μνημόνευση των ονομάτων για λογαριασμό των αναλφάβητων συγγενών. Οι τέσσερις νεκρολογίες αποτελούν ένα σύνολο που αφηγείται τις ιστορίες απλών, καθημερινών ανθρώπων της κοντινής περιοχής, στην οποία είχε αναπτυχθεί τον 11ο αιώνα μια πυκνοκατοικημένη εμπορική και βιοτεχνική συνοικία.

Σε αυτή λοιπόν τη συνοικία ο Δημήτριος, ο χτίστης, που πέθανε το 1022, θα είχε πιθανώς συμβάλει στην αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας, που σημειώνεται εκείνη την περίοδο. Ίσως μάλιστα ο ίδιος να είχε εμπλακεί και στην εκτεταμένη ανακαίνιση του ναού, που από τις αρχές του 11ου αι. αποτελούσε πλέον το Καθολικό της Μονής του Αγίου Γεωργίου στον Κεραμεικό.

Ο Πασχάλης, ο γιος ενός χαλκουργού, θα μπορούσε να είχε απασχοληθεί και αυτός στο ίδιο πρόγραμμα αναμόρφωσης του ναού, καθώς απεβίωσε μόλις τον επόμενο χρόνο και οι υπηρεσίες του θα ήταν σίγουρα αναγκαίες στη Μονή, αφού πολλά από τα εκκλησιαστικά είδη (ιερά σκεύη, κανδήλια κ.λπ.) ήταν μεταλλικά και μάλιστα χάλκινα. Άλλωστε στη μεσοβυζαντινή περίοδο, στα βορειανατολικά του ναού, ασκούνταν ακόμα η τέχνη του Ηφαίστου, όπως φανερώνει η μεγάλη ποσότητα σκωρίας που βρέθηκε εκεί, ως αποτέλεσμα των μεταλλουργικών εκκαμινεύσεων.

Τα άλλα δύο πρόσωπα, ο Νικόλαος και η Δημητρώ, ήταν ένα παντρεμένο ζευγάρι που το χώρισε ο θάνατος στο τελευταίο τέταρτο του 11ου αι. (το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ο χρόνος θανάτου της γυναίκας, παρά μόνον ο μήνας, και η ημέρα, ίσως είναι ένδειξη ότι ήταν ίδιος με του συζύγου). Ο Νικόλαος ήταν και αυτός χειρώνακτας και ασκούσε το επάγγελμα του βαφέα υφασμάτων. Στη βιοτεχνική συνοικία που αποκαλύφθηκε, στα βόρεια του Αγοραίου Κολωνού («των κογχυλαρίων»), ένα συγκρότημα κτιστών δεξαμενών ταυτίστηκε ως βαφείο. Η πιο πολυτελής βαφή, αποκλειστικό προνόμιο των αυτοκρατορικών ενδυμάτων, ήταν εκείνη της πορφύρας, καθώς η παραγωγή της ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα και κουραστική. Χιλιάδες όστρεα τύπου murex αρκούσαν μόνο για τον περίγυρο ενός απλού ενδύματος. Δίπλα στο εργαστήριο βαφής ανασκάφηκε λάκκος με αρκετά θραυσμένα όστρεα πορφύρας.

Πηνελόπη Καλλιγέρου, αρχαιολόγος-μουσειολόγος, ΕΦΑ Πόλης Αθηνών / Θ-ΙΝΚ