Βυζαντινά χαράγματα στον νοτιοανατολικό βράχο της εισόδου του Σπηλαίου Αμώμων

Το Σπήλαιο Αμώμων ή «Νταβέλη» ανοίγεται στο ανατολικό άκρο ενός από τα μεγαλύτερα και πιο καλοδιατηρημένα αρχαία λατομεία μαρμάρου της νότιο-νοτιοδυτικής πλευράς του Πεντελικού Όρους (εικ. 1). Η λειτουργία του συνδέεται με την κατασκευή επώνυμων μνημείων των Αθηνών, κατά τους κλασικούς χρόνους (5ο και 4ο αι. π.Χ.).

Από την πρωτοβυζαντινή περίοδο και εξής, το σπήλαιο χρησιμοποίησαν ασκητές και μοναχοί, οι οποίοι θεωρούνταν άμωμοι (αγνοί, άσπιλοι, αμόλυντοι). Σε αυτούς οφείλεται η δημιουργία εγχάρακτων επιγραφών, σταυρών, αμπέλου, τριών αετών και δύο ανάγλυφων ολόσωμων αγγέλων, που διακρίνονται στο νοτιοανατολικό βράχο της εισόδου και χρονολογούνται περί τον 7ο αι. (εικ. 2).   

 

Από τις επιγραφές (εικ. 3), η χαραγμένη σε υψηλότερο σημείο αναφέρει:

 

Ὁ κατυκõ(ν) ἐ(ν) βο-

ηθίᾳ τοῦ Ὑψ  {ψ}ίστου

ἡ σκέπη          τοῦ Θεοῦ

τοῦ{υ} οὐ       ρανοῦ.

 

Στο κέντρο του χαράγματος σώζεται παράσταση αετού. Όπως έχει διαπιστωθεί, το χάραγμα αποδίδει τον πρώτο στίχο του ϰ΄ (90ου) ψαλμού του Δαυίδ: Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Κατά την ερμηνευτική απόδοση του στίχου σύμφωνα με τον Κολιτσάρα: «Εκείνος που ευρίσκεται και παραμένει κάτω από την ακατανίκητον βοήθειαν του Υψίστου, αυτός θα αναπαύεται από την σκέπην του Θεού του ουρανού».

 

Λίγο χαμηλότερα, διαβάζουμε:

 

Χριστὲ βοήθι τῷ δούλου σου Σε[..c.4-5… ]ίνου               ἀμήν

καὶ τοῖς μετὰ αὐτοῖς. δέ(σ)ποτα ἀθ[[άν]]ατε

Χριστὲ τ(ὴ)ν ὲπινυχίαν.

 

Στην συγκεκριμένη επιγραφή – επίκληση,  4-5 γράμματα του κυρίου ονόματος που αναφέρεται σε γενική πτώση στον πρώτο στίχο έχουν απαλειφθεί από την μεταγενέστερη λάξευση του δεξιού ανάγλυφου αγγέλου.   Το όνομα έχει αναγνωσθεί Σω…ινου  κατά την σχεδίαση των επιγραφών από την Χατζημιχάλη, ενώ κατά τον Σωτηρίου θα μπορούσε να διορθωθεί σε Κω[νσταντ]ίνου. Ο Λαδάς πρότεινε την συμπλήρωση Σε[πτιμ]ίνου, την οποία θεωρούμε πολύ πιθανή δεδομένου ότι κατά την επανεξέταση της επιγραφής (Ε. Ζαββού, Α. Μαρή) αναγνώσθηκε καθαρά ένα μηνοειδές Ε μετά το αρχικό μηνοειδές Σ του ονόματος. Πιθανές είναι ακόμα οι συμπληρώσεις Σε[κουνδ]ίνου  ή Σε[ουηρ]ίνου, ή ακόμα και Σε[βηρ]ίνου, επειδή ανάμεσα στα πόδια του εγχάρακτου αετού διακρίνονται αβέβαια ίχνη από Β ή Ρ, αν και, στην τελευταία περίπτωση,  ο αριθμός των συμπληρούμενων γραμμάτων είναι μικρότερος σε σχέση με την απόσταση ανάμεσα στα γράμματα Ε και Ι.

Στον δεύτερο στίχο της επιγραφής ο Σωτηρίου διάβασε μετά τη λέξη δέσποτα, τη φράση δέχ(ου) ἅγιε. Αντίθετα, κατά τον Λαδά είχε πιθανώς αναγραφεί η φράση δέ[ξ]ατε ή ΔΕ ΔΥΕ όπου δίε = φοβούμαι. Στην πρόσφατη επανεξέταση του χαράγματος διαπιστώθηκε επίσης ότι τα ίχνη τριγωνικών γραμμάτων τα οποία οι προηγούμενοι εκδότες της επιγραφής απέδιδαν σε κεφαλαίο Δ ανήκαν στο κεφαλαίο γράμμα Α, επειδή ο χαράκτης στις άλλες περιπτώσεις είχε αποδώσει το γράμμα Δ ως πεζό. Έτσι αναγνώσθηκαν τα γράμματα ΑΘ και ΑΤΕ εκατέρωθεν του σταυρού του δεξιού αγγέλου, για τα οποία προτείνεται η συμπλήρωση ἀθ[[άν]]ατε. Σημειώνεται ότι  Θα μπορούσε να εννοηθεί η προστακτική δέχου.

Αμφίβολο είναι, τέλος, το νόημα της λέξεως ὲπινυχία στον τρίτο  στίχο. Κατά τον Σωτηρίου, θα μπορούσε να αποδοθεί στις εγχάρακτες και ανάγλυφες μορφές και να προέρχεται από το ρήμα επινύσσω = κεντώ επί της επιφανείας. Αντίθετα, ο Λαδάς την συσχέτισε με το επίθετο νύχιος = νυκτερινός και το ρήμα νυχεύω = αγρυπνώ, διανυκτερεύω.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα ανάγλυφα των αγγέλων είναι μεταγενέστερα της επιγραφής αυτής αφού εκτός από την απάλειψη που περιγράφεται ανωτέρω, η γλυφή του σταυρού του αριστερού αγγέλου έχει εξαλείψει την κάθετη κεραία του Ρ, το κατώτερο μέρος του Ι και του μηνοειδούς Σ της λέξεως Χριστέ του 3ου στίχου. Στην ίδια ανάγλυφη μορφή  αποξέσθηκε πρόσφατα  το κατώτερο τμήμα του αριστερού άνω άκρου και η σφαίρα με τον σταυρό που κρατούσε.

Ο διακοσμημένος με τα ανάγλυφα και τις προσευχές βράχος είναι πλέον ενσωματωμένος στην τοιχοποιία του λεγόμενου Αγίου Σπυρίδωνα, του νοτιοανατολικότερου από τα δύο ναΰδρια που κτίσθηκαν στην είσοδο του σπηλαίου έως τα τέλη του 10ου αι.

 

Αλεξάνδρα Μαρή, αρχαιολόγος, Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας

Έλενα Ζαββού, αρχαιολόγος, Επιγραφικό Μουσείο

Λίνα Κορμαζοπούλου, αρχαιολόγος, Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας