Το 2004-2005, κατά τη σωστική ανασκαφή στο οικόπεδο Ι. και Δ. Μανίσαλη, στην οδό Πολυνείκους 13, στη νότια κλιτύ της Καδμείας ακρόπολης, εκτός αυτής και αριστερά για τον εισερχόμενο στην πόλη από τις αρχαίες Ηλέκτρες Πύλες, αποκαλύφθηκε το ιερό τέμενος του «Ηρακλέους και των παίδων του».
Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, κυρίως τα κεραμικά, η εγκαθίδρυση της λατρείας του Ηρακλή και των μελών της οικογένειας του στον χώρο, χρονολογείται στο τέλος του 8ου αι. π.Χ. και συνεχίζεται έως τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. π.Χ. Στο νοτιοδυτικό τμήμα του οικοπέδου, εντοπίστηκε τμήμα κιονοστοιχίας, με βάσεις πώρινων κιονίσκων στη θέση τους, τμήμα ναϊκού οικοδομήματος, καθώς και ομοίωμα τάφου ή κενοταφίου σε σχήμα απλού λάκκου, σκεπασμένου με πλάκες, το οποίο φανερώνει λατρεία ηρώων. Γύρω και πλησίον του κενοταφίου, υπήρχε πλήθος μικρών αφιερωμάτων. Στο ανατολικό τμήμα του οικοπέδου αποκαλύφθηκε «βωμός τέφρας», πάχους 2,5 μ., ως αποτέλεσμα διαδοχικών καύσεων, στις οποίες περιέχονταν μεγάλες ποσότητες υπολειμμάτων οστών και αποθέσεων κεραμικής. Ο βωμός οριοθετήθηκε επανειλημμένα με χαμηλούς περιβόλους, κυρίως κατά τη γεωμετρική εποχή.
Από τα ευρήματα, πιο χαρακτηριστικά, ήταν οι χάλκινες οφθαλωτές φιάλες, ένα χάλκινο σύμπλεγμα του Ηρακλή και του λέοντα της Νεμέας, τμήμα πώρινων γλυπτών που προέρχονταν πιθανόν από αέτωμα, τμήμα λίθινου περιρραντηρίου, λίθινες βάσεις αναθημάτων, μονολιθικοί τετράγωνοι βωμοί με βαθύνσεις για θυσίες ζώων, ένα πηγάδι, το νερό του οποίου χρησίμευε για τις ιερές τελετές, θυσιαστικά εργαλεία (μαχαίρια, αρυτήρες), άλλα ιερά σκεύη ή αφιερωματικά αντικείμενα από την τέλεση αθλητικών αγώνων (χάλκινος τρίποδας, δίσκος, ληκύθιο, ενεπίγραφο ομοίωμα δίφρου, ειδώλια), καθώς και άφθονη κορινθιακή κεραμική και βοιωτικές παραλλαγές ή απομιμήσεις της.
Για τη λατρεία του Ηρακλέους και τον ρόλο του στη ζωή της πόλης των Θηβών, σημαντικές πληροφορίες παρέχονται από τα 70 επιγραφικά χαράγματα και graffiti της ανασκαφής. Πρόκειται για επιγραφές επί αγγείων, που δηλώνουν, κατά κύριο λόγο, την αφιέρωσή τους στον ήρωα, ή αναφέρουν τον δημιουργό των αναθημάτων και ίσως τον αναθέτη των αγγείων, που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να ταυτίζεται. Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή Φύσκος μ’ ἐπόεσε, που ταυτίζεται με γνωστό πρώιμο βοιωτό κεραμέα, ενώ οι πιο συνήθεις ομάδες χαραγμάτων γράφουν την λέξη
hιαρός
ή
ἀνέθεκε τὀρακλέει.
Ανάμεσά τους διασώθηκαν πολύ λίγα ονόματα αφιερωτών, όπως:
Ονάσιμος
Σαμίας
Ευθύμιχος
Βίας
Ελάχιστα είναι τα πιο επεξεργασμένα χαράγματα, όπως:
[ὁ δεῑνα πο]τέριον Κτερίαι ἐπ[όεσε].
Όλα γράφονται σε βοιωτικό αλφάβητο και διάλεκτο και τα αγγεία, πάνω στα οποία χαράσσονται, είναι κατασκευασμένα σε κορινθιακά και βοιωτικά εργαστήρια και προορίζονταν για την κατανάλωση φαγητού και την πόση κρασιού, κατά το ιερό γεύμα που παρεχόταν μια φορά τον χρόνο προς τιμήν των λατρευομένων ηρώων, μετά από τις μεταμεσονύχτιες θυσίες ζώων.
Οι συγκεκριμένες επιγραφές μπορούν να συγκριθούν με τα χαράγματα που αποκαλύφθηκαν σε μεγάλο αρχαϊκό οικοδόμημα στην αρχαία Τανάγρα, που επίσης αποδίδεται σε ιερό ή τέμενος αφιερωμένο στον Ηρακλή.
Η τοπογραφική αναφορά του Πινδάρου στη λατρεία του Ηρακλή (Ίσθμιον., 4,61 κ.εξ.) και η πολύ μεταγενέστερη περιγραφή του Παυσανία (9.11,1), υποδηλώνουν παραστατικά και πειστικά τη θέση της ασκούμενης λατρείας. Τα δεδομένα της αρχαιολογικής έρευνας την επιβεβαιώνουν.
Οι Θηβαίοι επέμεναν να θεωρούν τον Ηρακλή δικό του ήρωα, αν και δεν αγνοούσαν ότι ο ήρωας ήταν πανελλήνιος και σε πολλές πόλεις λατρευόταν ως ισότιμος των ολύμπιων θεών. Εκτός από ήρωα της πόλης τους, στην οποία είχε γεννηθεί, τον θεωρούσαν και προστάτη και πρόμαχο τους.
Αλεξάνδρα Χαραμή, αρχαιολόγος,
προϊσταμένη ΕΦΑ Βοιωτίας