Στην Αρχαία Αγορά τρία θραύσματα αγγείων των ρωμαϊκών χρόνων φέρουν χαραγμένα ή γραπτά σημειώματα, που πιθανώς σχετίζονται με την παρασκευή και αποθήκευση φαρμάκων.
Το πρωιμότερο, του 2ου αι. μ.Χ., είναι ένας, σχεδόν ακέραιος, ευρύστομος αμφορέας (P 963), με παχύ έξω νεύον χείλος, που βρέθηκε στο νοτιοδυτικό τμήμα της Αγοράς. Στη μια λαβή του φέρει πρόχειρη γραπτή επιγραφή, μαύρου χρώματος που αναφέρεται στο περιεχόμενο του σκεύους. Σύμφωνα με αυτήν, το διάλυμα αποτελούνταν από 20 μέρη ήρας και τέσσερα μέρη ασπάραγκου. Η ήρα, γνωστή από την παραβολή του Ιησού για τον διαχωρισμό των ενάρετων και φαύλων (κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, 13.24), είναι ένα ζιζάνιο των σιτηρών. Ωστόσο, το ζιζάνιο αυτό που σύμφωνα με την επιστημονική του ονομασία αναφέρεται ως λόλιο το μεθυστικόν (lolium temulentum), αν και συνηθισμένο, δεν είναι καθόλου αθώο. Τα σπέρματά του περιέχουν μια δηλητηριώδη ναρκωτική ουσία, που η κατανάλωσή της επιφέρει ίλιγγο, ευφορία και διανοητική σύγχυση. Μάλιστα, η τοξικότητα του φυτού ενδυναμώνεται, εάν προσβληθεί από έναν δηλητηριώδη μύκητα και μπορεί να αποβεί θανατηφόρο. Την ήρα αναφέρει πρώτος ο Αριστοτέλης ως υπνωτική ουσία που προκαλεί πονοκέφαλο. Ο Διοσκουρίδης όμως, στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. – σχεδόν σύγχρονα με το χάραγμα – επισημαίνει τις ευεργετικές ιδιότητες του αφεψήματος του φυτού, όταν εφαρμόζεται εξωτερικά στο δέρμα και δρα ως επουλωτικό κατά της γάγγραινας και άλλων δερματικών παθήσεων. Μάλιστα, ο ίδιος προσθέτει πως, βρασμένη με υδρόμελο (αλκοολούχο ποτό με ζύμωση νερού, μελιού, καρπών και βοτάνων), ανακουφίζει τους πόνους της ασθένειας του ισχίου (οστεοαρθρίτιδα). Και σε αυτό συμβάλλει και ο ασπάραγκος, την ευεργετική αξία του οποίου εκτιμούσε ο Διοσκουρίδης και ως αναλγητικό καταποτικό για τον πονόδοντο, αλλά και για το δάγκωμα της αράχνης.
Σε έναν άλλο ευρύστομο αμφορέα των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων (P 8001), από τον οποίο σώζεται μόνο το ανώτερο τμήμα του, φυλασσόταν ένα διουρητικό, όπως φανερώνει το χάραγμα του στη βάση του λαιμού. Ίσως αποτελούσε ετικέτα ενός απλού αποστάγματος σταφυλιού με νερό, για το οποίο αναφέρει ο Γαληνός τον 3ο αι. μ.Χ., ότι στην Αθήνα χρησιμοποιούνταν για την εξαιρετική διουρητική του δράση, η οποία μάλιστα αυξανόταν, όταν η ποικιλία του σταφυλιού ήταν πιο γλυκιά.
Τέλος, σε ένα όστρακο φιάλης (P 8046), που εντοπίστηκε στα βόρεια του υστερορωμαϊκού συγκροτήματος, του «Παλατιού των Γιγάντων», σώζεται μια εγχάρακτη συνταγή. Στη μία πλευρά του θραύσματος αναφέρεται μάλλον το όργανο για την εκτέλεσή της, το γουδοχέρι, ενώ στην άλλη, σε επισεσυρμένη εγχάρακτη γραφή, διακρίνεται ένας κατάλογος φυτικών συστατικών με την ποσότητά τους: εκχύλισμα σπόρων κατακόκκινης -σαν το αίμα- παπαρούνας (φοινού όπιον) (47 ουγκιές), σκόνης βελανιδιού (ακυλλώνιον) (7 ουγκιές) και στρυχνίνης (νορύη) αναμεμειγμένα πιθανώς με λευκό κρασί. Η καταπραϋντική ιδιότητα της κοινής παπαρούνας, η αναλγητική δράση της – κατά τα άλλα πολύ τοξικής – στρυχνίνης, που χρησιμοποιούσε ο Γαληνός και ως παρηγορητικό κατάπλασμα, καθώς και το βελανίδι, που σύμφωνα με τον Διοσκουρίδη ενδείκνυται στη φροντίδα δηλητηριωδών δηγμάτων και τσιμπημάτων, υποδεικνύουν ένα μάλλον επαγγελματικό φαρμακευτικό σκεύασμα (αλοιφή) για ένα ισχυρό δηλητήριο (του σκορπιού;), που η παρασκευή του απαιτούσε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή εξαιτίας των τοξικών ουσιών του.
Πηνελόπη Καλλιγέρου, αρχαιολόγος-μουσειολόγος, ΕΦΑ Πόλης Αθηνών / Θ-ΙΝΚ