Χρονολόγηση: 4ος-6ος αι. μ.Χ.
Προέλευση / τόπος φύλαξης: βρέθηκε το 2015 στην ευρύτερη περιοχή του Αχινού Φθιώτιδας (αρχ. Εχίνος ή Εχινούντας), στο πλαίσιο της σωστικής ανασκαφής μιας αγροτοβιοτεχνικής εγκατάστασης παραγωγής και αποθήκευσης οίνου της ύστερης αρχαιότητας, που διενεργήθηκε από την ΙΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας, αρ. ευρ. Κ 14233.
Διαστάσεις: μέγιστο σωζόμενο ύψος: 9,8 εκ., μέγιστο σωζόμενο πλάτος: 21 εκ.
Περιγραφή
Τμήμα χείλους – σώματος ανοικτού τροχήλατου αγγείου. Πηλός λεπτόκοκκος, με ελάχιστες προσμίξεις, ανοιχτόχρωμος ερυθρωπός. Ίχνη καστανέρυθρου επιχρίσματος σώζονται στην εξωτερική του επιφάνεια και εσωτερικά στο χείλος. Εξωτερικά, στο μέσο του σώματος, διατηρείται διακοσμητική ζώνη κυματοειδούς ταινίας, με αυλακώσεις μεταξύ δύο συστάδων ευθειών γραμμών. Κάτω από το χείλος υπάρχει ευανάγνωστα χαραγμένη, από αριστερά προς τα δεξιά, η επιγραφή:
-ΕΩΔΟΥΡΟΥ.
Παρατηρήσεις
Δεδομένου ότι οι επιγραφές που χαράζονται επάνω σε αγγείο μετά το ψήσιμό του αποτελούν προσωπικά αφιερώματα ή δώρα, θεωρείται πως το εν λόγω graffito παραπέμπει στον κτήτορά του. Το ελληνικό όνομα Θεόδωρος, από τα πλέον δημοφιλή πανελληνίως, και όχι μόνον, ανήκει στην κατηγορία των θεοφόρων ονομάτων, που παράγονται από το θέμα Θεο-, και σχετίζονται με την αφηρημένη έννοια του θείου. Εκφράζοντας την αντίληψη της μεσολάβησης μιας θεότητας για την απόκτηση ενός απογόνου, απαντά σε επιγραφές από τα ελληνιστικά έως και τα χριστιανικά χρόνια.
Η γραφή με ω αντί του ο στο πρώτο συνθετικό του ονόματος, συνηθίζεται εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου και ερμηνεύεται ως απόρροια της εκάστοτε τοπικής προφοράς. Το ίδιο ισχύει και για την αντικατάσταση του ω με το δίφθογγο ου στην κατάληξη -δουρος, η οποία είναι προσφιλής κατά τα ελληνιστική εποχή στη Θεσσαλία, αλλά και στη Μακεδονία και Μ. Ασία κατά την ύστερη αρχαιότητα και τους χριστιανικούς χρόνους.
Φιλίτσα Τιλελή, αρχαιολόγος, ΕΦΑ Φθιώτιδας και Ευρυτανίας